- αβάσκαντο
- το амулет, талисман
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβάσκαντος — η, ο (Α ἀβάσκαντος, ον) [βασκαίνω] 1. αυτός που δεν βασκάνθηκε ή δεν μπορεί να βασκανθεί 2. αυτός που δεν βασκαίνει, δεν βλάπτει, δεν ματιάζει (νεοελλ., το ουδ. ως ουσ.) το αβάσκαντο το φυλαχτό που εμποδίζει τη βασκανία (πρβλ. αρχ. φυλακτήριον,… … Dictionary of Greek